μυχός

μυχός
ο
το βαθύτερο σημείο ενός πράγματος, ιδιαίτερα κόλπου ή λιμανιού: Ο μυχός του κόλπου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυχός — innermost part masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυχός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 133 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… …   Dictionary of Greek

  • μυχοῖς — μυχός innermost part masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχοῖσι — μυχός innermost part masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχοῖσιν — μυχός innermost part masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχούς — μυχός innermost part masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχῶ — μυχός innermost part masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχῷ — μυχός innermost part masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχόν — μυχός innermost part masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”